- λάθαργος
- λάθαργος, ὁ (Α)1. ξύσμα δέρματος2. (κατά τον Ησύχ.) «σκώληξ»3. λαίθαργος*.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λάθαργος — bit of leather masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθάργῳ — λάθαργος bit of leather masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάθαργοι — λάθαργος bit of leather masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαίθαργος — και λάθαργος, ον (Α) 1. (για σκύλο) αυτός που δαγκώνει ύπουλα, χωρίς να γαυγίσει, κρυφοδαγκανιάρης 2. λαθραίος, κρυφός, μυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. λήθαργος και πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ., κατά τους εκφραστικούς τ. που… … Dictionary of Greek